- πρωτότευκτος
- πρωτό-τευκτος, ον,A first-fashioned, Ezek.Exag.172.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωτότευκτος — ον, Α αυτός που για πρώτη φορά διαμορφώθηκε ή κατασκευάστηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + τευκτός (< τεύχω «κατασκευάζω»), πρβλ. χρυσό τευκτος] … Dictionary of Greek
πρωτότευκτα — πρωτότευκτος first fashioned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)